κλαίγομαι

κλαίγομαι
κλαίγομαι, κλαύτηκα, κλαμένος βλ. πίν. 170
——————
Σημειώσεις:
κλαίγομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή.
Το ρ. σημαίνει παραπονιέμαι, εκτός από τη μτχ. κλαμένος, που συνδέεται νοηματικά με την ενεργητική φωνή ( αυτός που κλαίει ή έχει κλάψει).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • κλαψουρίζω — και κλαουρίζω [κλαψούρα] 1. κλαίω συνεχώς και σιγανά 2. μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω …   Dictionary of Greek

  • παραπονιέμαι — και παραπονιούμαι και παραπονούμαι, έομαι 1. εκφράζω παράπονο για αδικία που μού συνέβη ή για κακό που έπαθα, διαμαρτύρομαι, κλαίγομαι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παραπονεμένος, η, ο λυπημένος, δυσαρεστημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πονώ / ούμαι.… …   Dictionary of Greek

  • προσκλαίω — Ν ΜΑ, και προσκλαίγω Ν κλαίω μαζί με άλλον για κάτι νεοελλ. 1. παρακαλώ κλαίγοντας 2. μέσ. προσκλαίομαι και προσκλαίγομαι μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι μσν. κλαίω, θρηνώ μπροστά σε κάποιον μσν. αρχ. θρηνώ μπροστά στον θεό αρχ. 1. κλαίω και… …   Dictionary of Greek

  • σχετλιάζω — ΝΑ [σχέτλιος] 1. παραπονούμαι, μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι 2. αγανακτώ αρχ. (με ουδ. επιθ.) κατακρίνω κάτι με αγανάκτηση («σχετλιάζειν τὸ συμβάν», Αρισταίν.) …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλαίω — και κλαίγω έκλαψα, κλαύτηκα, κλαμένος (και κλαημένος) 1. χύνω δάκρυα, θρηνώ: Κλαίει την τύχη του. 2. το μέσ., κλαίομαι και κλαίγομαι παραπονούμαι: Όλο κλαίγεται. 3. η φράση «κλαίν οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» λέγεται για εκείνους που,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χουχουλιέμαι — 1. ζεσταίνομαι με την αναπνοή μου. 2. κλαίγομαι, αναστενάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”